νηκτικός — able to swim masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… … Dictionary of Greek
νηκτικά — νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc pl νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc/acc dual νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικόν — νηκτικός able to swim masc acc sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικώτατα — νηκτικός able to swim adverbial superl νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικώτατον — νηκτικός able to swim masc acc superl sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικούς — νηκτικός able to swim masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικῆς — νηκτικός able to swim fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτικῇ — νηκτικός able to swim fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηκτική — νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)